πῶρος 4
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πωρίδιον — τὸ, Α υποκορ. τού πώρος … Dictionary of Greek
πωριδίοις — πωρίδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωριδίων — πωρίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)